κράμπα

κράμπα
η
(λ. γαλλ.), (ιατρ.), ακούσια σύσπαση ενός ή πολλών μυών, που προκαλεί πόνο: Ενώ κολυμπούσε, έπαθε κράμπα και φώναξε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κράμπα — Ακούσια και επώδυνη σύσπαση ενός ή περισσότερων μυών. Οι κ. εμφανίζονται λόγω της συσσώρευσης των τοξικών προϊόντων της κόπωσης σε αγύμναστες μυϊκές μάζες κατά τη διάρκεια ή ύστερα από υπερβολική άσκηση (επαγγελματικές κ., κ. των αθλητών), μετά… …   Dictionary of Greek

  • θερμική κράμπα — Οποιαδήποτε κράμπα στο χέρι, στο πόδι ή στην κοιλιά, που προκαλείται από εξάντληση νερού και άλατος από τη ζέστη …   Dictionary of Greek

  • συνολκή — η, ΝΜΑ 1. συστολή, μάζεμα 2. ιατρ. ακούσια, επώδυνη και παροδική σύσπαση μυός ή ομάδας μυών, σπασμός, κράμπα (α, «συνολκή τού στήθους» στηθάγχη β. «μυῶν συνολκή», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. αρχ. κατάποση, καταβρόχθιση αρχ. 1. σπασμώδης συστολή τετάνου 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”